- κηλογράφος
- κηλογράφος, -ον (Α)αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο-γράφος, τοπο-γράφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek